οκτάρρυμος

οκτάρρυμος
ὀκτάρρυμος, -ον (Α)
(για άρμα)
1. αυτό που έχει οκτώ ρυμούς
2. (κατ' επέκτ.) αυτό που σύρεται από οκτώ ζεύγη αλόγων ή βοδιών («τὸ τετράρρυμον αὐτοῡ ἅρμα,...ὀκτάρρυμον ποιήσασθαι, ὥστε ὀκτώ ζεύγεσι βοῶν ἄγειν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -ρρυμος (< ῥυμός «επίμηκες ξύλο άμαξας»), πρβλ. τρί-ρρυμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀκτάρρυμον — ὀκτάρρῡμον , ὀκτάρρυμος with eight poles masc/fem acc sg ὀκτάρρῡμον , ὀκτάρρυμος with eight poles neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”